- ὑποδερίς
- ὑποδερίςthe lower part of the neckfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποδερίς — η / ὑποδερίς, ίδος, ΝΑ, και ὑποδειρίς Α νεοελλ. (λόγιος τ.) μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή τού λαιμού διαφόρων θηλαστικών μυρηκαστικών αρχ. 1. το κάτω μέρος, η βάση τού τραχήλου 2. κόσμημα τού λαιμού, περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δέρη /… … Dictionary of Greek
ὑποδερίδα — ὑποδερίς the lower part of the neck fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδερίδας — ὑποδερίς the lower part of the neck fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδερίδες — ὑποδερίς the lower part of the neck fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδερίδος — ὑποδερίς the lower part of the neck fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδερίδιον — τὸ, Α [ὑποδερίς, ίδος] μικρή ὑποδερίς*, μικρό περιδέραιο … Dictionary of Greek
υποδειρίς — ίδος, ἡ, Α βλ. ὑποδερίς … Dictionary of Greek